ἀνείργω

From LSJ
Revision as of 10:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνείργω Medium diacritics: ἀνείργω Low diacritics: ανείργω Capitals: ΑΝΕΙΡΓΩ
Transliteration A: aneírgō Transliteration B: aneirgō Transliteration C: aneirgo Beta Code: a)nei/rgw

English (LSJ)

   A keep back, restrain, used by Hom. always in Ep. impf., Τρώων ἀνέεργε φάλαγγας Il.3.77; μάχην ἀνέεργον ὀπίσσω 17.752; so ἀ. τὸν θυμόν Pl.Lg.731d; τοὺς στρατιώτας X.HG7.1.31; ταῖς τιμωρίαις τοὺς ἁμαρτάνοντας D.H.Is.8; τινὰς ἀπὸ πράξεως Porph.Abst.1.7: c. acc. et inf., ἀ. μὴ διασκίσνασθαι τὴν ἀγέλην Luc.D Deor.20.5:—f.l. in X.Cyr.5.4.45 (leg. ἀνειρμένοις).    II force back, D.H.3.32.

German (Pape)

[Seite 220] ep. u. ion. ἀνέργω, zurückdrängen, abwehren, Hom., ἀνέεργον φάλαγγας, μάχην, Il. 3, 77. 7. 55. 17, 752; τοὺς ὁρμῶντας Din. 2, 23; τὸν θυμὸν πραΰνειν Plat. Legg. V, 731 d; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνείργω: ἀναστέλλω, ἀναχαιτίζω, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατ’ Ἐπικ. παρατ., Τρώων ἀνέεργε φάλαγγας Ἰλ. Γ. 77· μάχην ἀνέεργον ὀπίσσω. Ρ. 752· οὕτως, ἀν. τὸν θυμὸν Πλάτ. Νόμ. 731D· τοὺς στρατιώτας Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 31: μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀν. μὴ διασκίδνασθαι τὴν ἀγέλην, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20, 5: ― παρὰ Ξεν. Κύρ. 5. 4, 45, ἀνειργμένοις... τοῖς σκευοφόροις φαίνεται ὅτι σημαίνει: ἔχοντες τὰ σκευοφόρα ἐν μακρᾷ καὶ λεπτῇ γραμμή, - ἐκτὸς ἂν ἀναγνωσθῇ ἀνειρμένοις.