τρυσίππιον
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
English (LSJ)
τό, (τρύω)
A a mark branded on the jaw of a horse superannuated in the public service, Eup.318, cf. Zen.4.41: the metre of Eup. shows that τρυσίππειον, as written in Ael.Dion.Fr.311, Poll. 7.186, EM771.16, is incorrect.—The horse was τρύσιππος, ὁ, Theognost.Can.24.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡσίππιον: τό, (τρύω) σημεῖον ὅπερ δι’ ἐγκαύματος ἐποίουν ἐπὶ τῆς γνάθου ἵππου μὴ δυναμένου πλέον ἐκ γήρατος νὰ χρησιμεύσῃ εἰς ὑπηρεσίαν τοῦ δημοσίου, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 17, πρβλ. Meineke εἰς Κράτητα ἐν «Σαμίοις» 2· ὁ στίχος τοῦ Εὐπόλ. δεικνύει ὅτι ἡ γραφὴ τρυσίππειον, ὡς φέρεται ἐν τῷ Ἀποσπ. Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1517. 9, Πολυδ. Ζ΄, 186, Ἐτυμ. Μεγ. 771, 16, εἶναι πλημμελής. ― Ὁ ἵππος ἐκαλεῖτο τρύσιππος, ὁ, «τρύσιππος ὁ γεγηρακώς ἵππος» Θεογνώστου Κανόνες 24. 23.