πολύβοτρυς
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
English (LSJ)
υος, ὁ, ἡ,
A abounding in grapes, of places, Hes.Fr.122, Simon.53, Theoc.25.11; ἄμπελος E.Ba. 651.
German (Pape)
[Seite 660] υος, mit vielen Trauben, traubenreich; Hes. fr. 19, 2; ἄμπελος, Eur. Bacch. 650.
Greek (Liddell-Scott)
πολύβοτρυς: -υος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀφθονίαν σταφυλῶν, ἐπὶ τόπων, Ἡσ. Ἀποσπ. 19. 2, Σιμων. 19· ἐπὶ ἀμπέλου, πολύβοτρυν ἄμπελον Εὐρ. Βάκχ. 651.