εἰκόνισμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A image, λιθουργές S.Fr.573, cf. AP13.6 (Phal.), Porph.Sent.43, Plot.1.4.10; portrait, Herod.4.38.
German (Pape)
[Seite 726] τό, das Abbild, Phalaec. 2 (XIII, 6).
Greek (Liddell-Scott)
εἰκόνισμα: τό, ἀπεικόνισμα, Ἀνθ. Π. 13. 6, Πορφύρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 780.