συναπολάμπω
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
A shine forth together, τινι Luc.Dom.7; μετά τινος Id.Gall.13.
German (Pape)
[Seite 1002] mit od. zugleich glänzen, Luc. gall. 13.
Greek (Liddell-Scott)
συναπολάμπω: ἀπολάμπω, ἐκπέμπω ὁμοῦ λάμψιν, τὴν ὠλένην στιλπνοτέραν φαίνεσθαι συναπολάμπουσαν τῷ χρυσῷ Λουκ. π. Οἴκ. 7· μετά τινος ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 13.