συναπολάμπω
From LSJ
English (LSJ)
shine forth together, τινι Luc.Dom.7; μετά τινος Id.Gall.13.
German (Pape)
[Seite 1002] mit od. zugleich glänzen, Luc. gall. 13.
French (Bailly abrégé)
briller avec ou en même temps que, τινι.
Étymologie: σύν, ἀπολάμπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-απολάμπω samen blinken, samen stralen, met dat., met μετά + gen. met.
Russian (Dvoretsky)
συναπολάμπω: вместе блистать, одновременно сиять (τινί и μετά τινος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
συναπολάμπω: ἀπολάμπω, ἐκπέμπω ὁμοῦ λάμψιν, τὴν ὠλένην στιλπνοτέραν φαίνεσθαι συναπολάμπουσαν τῷ χρυσῷ Λουκ. π. Οἴκ. 7· μετά τινος ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 13.
Greek Monolingual
Α
εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπολάμπω «ακτινοβολώ»].
Greek Monotonic
συναπολάμπω: μέλ. -ψω, λάμπω, εκπέμπω λάμψη από κοινού, σε Λουκ.