σπλαγχνικός
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for the bowels, φάρμακα Dsc.1.68.3. II metaph., tender, ἔρως PMag.Osl. 1.149.
German (Pape)
[Seite 922] von den Eingeweiden, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σπλαγχνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων, ἁρμόζων εἰς τὰ σπλάγχνα, φάρμακα Διοσκ. 1. 81.