ἠλιτόμηνος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A missing the right month, i.e. untimely born, Il.19.118, Tryph.556, Plu.2.358e, AP12.228 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 1163] den rechten Monat verfehlend, zu früh geboren, Il. 19, 118; παῖς Strat. 70 (XII, 228).
Greek (Liddell-Scott)
ἠλῐτόμηνος: -ον, ὁ τοῦ μηνὸς ἁμαρτών, ἀστοχήσας, προώρως γεννηθείς, Ἰλ. Τ. 118, Ἀνθ. Π. 12. 228· ἴδε ἀλιτήμερος.