προβύω
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
English (LSJ)
[ῡ], fut. -βύσω:—π. λύχνον
A push up the wick of a lamp, trim it, cj.in Ar.V.250: metaph., π. φορτικὸν γέλωτα Com.Adesp.644.
German (Pape)
[Seite 713] λύχνον, wie προμύσσω, den Docht vorstoßen, um die Lampe zu putzen, Ar. Vesp. 249; προβῦσαι φορτικὸν γέλωτα, B. A. 59, = προβαλεῖν, von Solchen, die immer nur Gelächter erregen wollen.
Greek (Liddell-Scott)
προβύω: [ῡ], μέλλ. -βύσω· ― πρ. λύχνον, ὡς τὸ προμύσσω, ὠθῶ πρὸς τὰ ἔξω τὴν θρυαλλίδα τοῦ λύχνου, «ξεφτιλίζω», Ἀριστοφ. Σφ. 249· μεταφ., προβῆσαι φορτικὸν γέλωτα: «ἀντὶ τοῦ προβαλεῖν, ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν τοὺς λύχνους προβυόντων· καὶ γὰρ τούτων τὴν θρυαλλίδα ἐκ τοῦ ἔνδον εἰς τὸ ἔξω προβάλλουσι. Τίθεται ἐπὶ τῶν μηδὲν σεμνὸν ἐχόντων, ἀεὶ δὲ διὰ τοῦ γελωτοποιεῖν θηρωμένων τι» Α. Β. 59, 18.
Κεῖται μὲν τὸ ῥῆμα ἐν τῷ Θησ. Στεφ. ἐκ τοῦ Πολυδεύκους καὶ ἄλλων, ἀλλὰ κατ’ ἄλλην σημασίαν, οὐχὶ δὲ καθ’ ἣν εὕρηται ἐν τῇ ἑξῆς φράσει τοῦ Γρηγ. Νύσσ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 44, σ. 1205· προβεβυσμένη ἀκοὴ ὑπὸ τῆς φωνῆς τῶν κηρύκων, πρότερον στουππωμένη, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.