ἀναπεμπάζομαι
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
A count again, count over, Pl.Ly.222e; think over, ponder over, Id.Lg.724b, Plu.2.605a, Ath.6.263b, al.; ἀ. ὅκωσπερ ὄναρ τὴν νοῦσον Aret.CA2.3, etc.:—Act. later in same sense, Lyc.9, 1470, AP11.382.12 (Agath.), Hld.3.5, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπεμπάζομαι: ἀποθ., ὑπολογίζω ἐκ νέου, λογαριάζω, Πλάτ. Λυσ. 222Ε: ἀναλογίζομαι, μελετῶ ἐκ νέου, ἐξετάζω, ὁ αὐτ. Νόμ. 724Β, Ἀθήν. κτλ: - μεταγεν. συγγραφ. συνήθως μεταχειρίζονται τὸ ἐνεργητικὸν ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Λυκόφρ. 9, Ἀνθ. Π. 11. 382, Ἡλιόδ., κτλ.