ἀπεικασία
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
ἡ,
A representation, μίμησις καὶ ἀ. Pl.Lg.668b, Criti.107b, Hierocl in CA27p.484M.
German (Pape)
[Seite 283] ἡ, das Abbilden, καὶ μίμησις Plat. Legg. II, 668 b; auch = Abbildung.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεικᾰσία: ἡ, ἀπεικόνισις, μίμησις καὶ ἀπ. Πλάτ. Νόμ 668Β, Κριτί. 107Β: ― ὡσαύτως -ασμός, ὁ, Πορφ. π. Ἀποχ. 4. 7.