σμηνίον
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
τό, Dim. of σμῆνος, Dsc.2.84. II = ἡ πρόπολις, Hsch.
German (Pape)
[Seite 910] τό, dim. von σμῆνος, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σμηνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σμῆνος, Διοσκ. 2. 106, Ἡσύχ.