μελάγχλαινος
From LSJ
Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld
English (LSJ)
ον,
A black-cloaked, Mosch.3.27 (glossed by διαυγής, Hsch.). II οἱ M., as pr. n. of a Scythian tribe, Hdt.4.20, etc.
German (Pape)
[Seite 118] mit schwarzem Oberkleide, Mosch. 3, 27.
Greek (Liddell-Scott)
μελάγχλαινος: -ον, ὁ ἔχων μέλαιναν χλαῖναν, Μόσχ. 3. 27. ΙΙ. οἱ Μελάγχλαινοι, Σκυθικόν τι ἔθνος παρ’ Ἡροδ. 4. 20, κτλ.