δεκακυμία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, (κῦμα)
A tenth (i.e. overwhelming) wave, Luc.Merc.Cond.2.
German (Pape)
[Seite 542] ἡ, (zehnfach) starke Fluth, fluctus decumanus, Luc. Merc. cond. 2.
Greek (Liddell-Scott)
δεκακῡμία: ἡ, (κῦμα) δέκα ἀλλεπάλληλα κύματα, τὸ δέκατον (δηλ. κατακαλύπτον) κῦμα, φοβερὰ τρικυμία (fluctus decumanus), Λουκ. Μισθ. συν. 2· πρβλ. τρικυμία.