δεκακυμία

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκακῡμία Medium diacritics: δεκακυμία Low diacritics: δεκακυμία Capitals: ΔΕΚΑΚΥΜΙΑ
Transliteration A: dekakymía Transliteration B: dekakymia Transliteration C: dekakymia Beta Code: dekakumi/a

English (LSJ)

ἡ, (κῦμα) tenth (i.e. overwhelming) wave, Luc.Merc.Cond.2.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
grupo de diez olas, e.e. ola monstruosa metáf. de grandes desgracias, por hipérbole sobre τρικυμία q.u. Luc.Merc.Cond.2.

German (Pape)

[Seite 542] ἡ, (zehnfach) starke Fluth, fluctus decumanus, Luc. Merc. cond. 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
la dixième vague, càd vague énorme (lat. fluctus decumanus).
Étymologie: δέκα, κῦμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεκακυμία -ας, ἡ [δέκα, κῦμα] tiende golf.

Russian (Dvoretsky)

δεκακῡμία:десятая (т. е. самая высокая и мощная) волна (ср. лат. decima unda Ov., decumani fluctus и русск. девятый вал) Luc.

Greek Monolingual

δεκακυμία, η (Α)
φοβερό κύμα.

Greek Monotonic

δεκακῡμία: ἡ (κῦμα), δέκατο (δηλ. αυτό που υπερκαλύπτει τα πάντα) κύμα, δέκα αλλεπάλληλα κύματα, τρικυμία, Λατ. fluctus decumanus, σε Λουκ.· πρβλ. τρικυμία.

Greek (Liddell-Scott)

δεκακῡμία: ἡ, (κῦμα) δέκα ἀλλεπάλληλα κύματα, τὸ δέκατον (δηλ. κατακαλύπτον) κῦμα, φοβερὰ τρικυμία (fluctus decumanus), Λουκ. Μισθ. συν. 2· πρβλ. τρικυμία.

Middle Liddell

κῦμα
the tenth, i.e. overwhelming, wave, Lat. fluctus decumanus, Luc.: cf. τρικυμία.