νευρικός
From LSJ
Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art
English (LSJ)
ή, όν,
A suffering from contraction of the tendons, ν. καὶ ἀρθριτικοί Antyll. ap.Orib.9.11.2, cf. Gal.8.420. 2 of the disease itself, ν. διάθεσις OGI331.11 (Pergam., ii B.C.). 3 Adv. -κῶς like a tendon, Ruf. Syn.Puls.7.
Greek (Liddell-Scott)
νευρικός: -ή, -όν, ὁ πάσχων, νοσῶν κατὰ τὰ νεῦρα, ἀγαθοὶ δὲ καὶ (οἱ παραθαλάττιοι τόποι) νευρικοῖς καὶ ἀρθριτικοῖς Ἄντυλλ. σελ. 229 Matth.· νευρικά, τά, τὰ νευρικὰ νοσήματα, Διοσκ. 1. 67. 2) νευρικόν, τό, ἔνδυμά τι στρατιωτικὸν ἐκ διπλοῦ πίλου, «κετσέ», κατεσκευασμένον καὶ φορούμενον περὶ τὸ στῆθος ἀντὶ θώρακος, Λέοντ. Τακτικ. 5, 4, καὶ 6, 8, κλ.