νευρικός

From LSJ
Revision as of 10:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρικός Medium diacritics: νευρικός Low diacritics: νευρικός Capitals: ΝΕΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: neurikós Transliteration B: neurikos Transliteration C: nevrikos Beta Code: neuriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A suffering from contraction of the tendons, ν. καὶ ἀρθριτικοί Antyll. ap.Orib.9.11.2, cf. Gal.8.420.    2 of the disease itself, ν. διάθεσις OGI331.11 (Pergam., ii B.C.).    3 Adv. -κῶς like a tendon, Ruf. Syn.Puls.7.

Greek (Liddell-Scott)

νευρικός: -ή, -όν, ὁ πάσχων, νοσῶν κατὰ τὰ νεῦρα, ἀγαθοὶ δὲ καὶ (οἱ παραθαλάττιοι τόποι) νευρικοῖς καὶ ἀρθριτικοῖς Ἄντυλλ. σελ. 229 Matth.· νευρικά, τά, τὰ νευρικὰ νοσήματα, Διοσκ. 1. 67. 2) νευρικόν, τό, ἔνδυμά τι στρατιωτικὸν ἐκ διπλοῦ πίλου, «κετσέ», κατεσκευασμένον καὶ φορούμενον περὶ τὸ στῆθος ἀντὶ θώρακος, Λέοντ. Τακτικ. 5, 4, καὶ 6, 8, κλ.