κατάκοπος

From LSJ
Revision as of 10:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκοπος Medium diacritics: κατάκοπος Low diacritics: κατάκοπος Capitals: ΚΑΤΑΚΟΠΟΣ
Transliteration A: katákopos Transliteration B: katakopos Transliteration C: katakopos Beta Code: kata/kopos

English (LSJ)

ον,

   A very weary, κ. τῷ σώματι LXX Jb.3.17, al.; ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς D.H.6.29; ὑπὸ τῆς μάχης D.S.13.18, cf. Plu.Arat.8.    II wearisome, tedious, Phld.Rh.1.173S.

German (Pape)

[Seite 1355] zerhauen, zerschnitten, – ermüdet, erschöpft, ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς D. Hal. 6, 29; ὑπὸ τῆς μάχης κατάκοποι τοῖς σώμασιν D. Sic. 13, 18, vgl. 17, 12; Plut. Arat. 8 u. öfter, wie a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκοπος: -ον, κατακεκομμένος, «κομμένος», κουρασμένος, κεκοπιακώς, κεκμηκώς, κατάπονος, πεπονημμένος, ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς Διον. Ἁλ. 6. 29· ὑπὸ τῆς μάχης Διόδ. 13. 18· πρβλ. κόπος· καὶ ἐνεργ., σκληρὰ μὲν καὶ ἀντίτυπος (πᾶσα μεταφορὰ) κατάκοπος, εὐφραίνει δὲ πραεῖα καὶ ἄλυπος Φιλόδ. περὶ Ρητορ. ἔκδ. Sudh. σ. 173, 17.