πολυλόγος
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
German (Pape)
[Seite 665] 1) viel redend, geschwätzig; Plat. Legg. I, 641 e; compar., Xen. Cyr. 1, 4, 3; Folgde, auch adv. πολυλόγως, Poll. 4, 24 verworfen. – 2) mit verändertem Tone, πολύλογος, wovon viel gesprochen wird od. werden muß, Dionys. Areop.
Greek (Liddell-Scott)
πολυλόγος: -ον, ὁ πολλὰ λέγων, Πλάτ. Νόμ. 641Ε, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 3. ΙΙ. πολύλογος, παθητ., ὁ πολλῶν λόγων δεόμενος, ὁ μετὰ πολυλογίας λεγόμενος, Διονύσ. Ἀρεοπ. σ. 214. ― Ἐπίρρ. πολυλόγως, μετὰ πολλῶν λόγων, Πολυδ. Δ΄, 24.