προανέχω

From LSJ
Revision as of 10:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προανέχω Medium diacritics: προανέχω Low diacritics: προανέχω Capitals: ΠΡΟΑΝΕΧΩ
Transliteration A: proanéchō Transliteration B: proanechō Transliteration C: proanecho Beta Code: proane/xw

English (LSJ)

   A hold up before, βωμὸς π. γωνίας has projecting angles, J.BJ5.5.6.    II intr., rise up above or jut out beyond, Th.7.34: c. gen., J.BJ5.4.4, etc.

German (Pape)

[Seite 707] (s. ἔχω), vorher in die Höhe halten, Suid.; – intrans., hervorragen, Clem. Al. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προανέχω: μέλλ. -έξω, ἀνέχω πρό τινος, κρατῶ ὑψηλὰ ἔμπροσθέν τινος, κερατοειδεῖς προανέχων γωνίας, ἔχων προεξεχούσας γωνίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐγείρομαι, ὑψοῦμαι ὑπεράνω τινός, ἐξέχω πρὸς τὰ ἄνω ὑπέρ τι, διάφορ. γραφ. ἐν Θουκ. 7. 34· μετὰ γεν., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 4. 4, κτλ.· μεταφορ., πρ. ἔν τινι, ἐξέχειν ἔν τινι, Κλήμ. Ἀλεξ. 345.