ἑλξίνη

From LSJ
Revision as of 10:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλξίνη Medium diacritics: ἑλξίνη Low diacritics: ελξίνη Capitals: ΕΛΞΙΝΗ
Transliteration A: helxínē Transliteration B: helxinē Transliteration C: elksini Beta Code: e(lci/nh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ, (ἕλκω)

   A pellitory, Parietaria officinalis, Dsc.4.85, Apollon.Mir.30.    II bindweed, Convolvulus arvensis, Dsc.4.39.    III = μῖλαξ τραχεῖα, Ps.-Dsc.4.142.    IV ἑ. μείζων, = περικλύμενον, ib.14.

German (Pape)

[Seite 802] ἡ, eine Pflanze mit behaarten Saamenkapseln, parietaria officinalis, Diosc.; auch antirrhinum aegyptiacum, ibd.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλξίνη: ῑ, ἡ, (ἕλκω) φυτὸν φυόμενον ἐν θριγκοῖς καὶ τοίχοις˙ καυλία δὲ ἔχει λεπτὰ καὶ ὑπέρυθρα φύλλα ὅμοια λινοζώστει, δασέα˙ περὶ δὲ τοὺς καυλούς, οἱονεὶ σπερμάτια τραχέα, ἀντιλαμβανόμενα τῶν ἱματίων, κτλ. Διοσκ. 4. 86, πρβλ. αὐτόθι 39˙ κατὰ τὸν Sibthorp, φύεται πανταχοῦ ἐν Ἑλλάδι καὶ ὀνομάζεται κοινῶς ἀνεμοκλεῖτι ἢ περδικάκι˙ καθ’ Ἡσύχ. «ἑλξίνη ἡ περδίκιος βοτάνη»˙ - «σιδηρῑτις πόα» ὁ αὐτ.