δυσεξίτηλος
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A not easily perishing, ἄνθος φαρμάκων Str. 11.8.7, cf. Plu.2.696d, Philum.Ven.4.3.
German (Pape)
[Seite 679] schwer auszutilgen, unvergänglich; Strab. XI p. 516; Plut. Symp. 6, 9, 3.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξίτηλος: [ῑ], -ον, ὁ δυσκόλως ἀφανιζόμενος, ἐξαλειφόμενος, Στράβων 516, Πλούτ. 2. 696D.