μεσημβριάς
From LSJ
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
English (LSJ)
άδος, pecul. fem. of μεσημβρινός, Nonn.D.48.590.
Greek (Liddell-Scott)
μεσημβριάς: -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ μεσημβρινός, Νόνν. Δ. 48, 590.