διαφυσάω
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
A blow in different directions, disperse, μὴ . . ὁ ἄνεμος αὐτὴν (sc. τὴν ψυχὴν) διαφυσᾷ Pl.Phd.77d:—Pass., ib.8cd, 84b. II blow or breathe through, Luc.Herm.68; ἐκ τοῦ στόματος Plu.2.950c (Pass.). III inflate, fill with air, μήτραν Hp.Steril.228, cf. Gal. 1.605.
German (Pape)
[Seite 612] 1) zerblasen, verwehen; ὁ ἄνεμος τὴν ψυχήν Plat. Phaed. 77 d, u. pass. 80 d; herausblasen, pass., Plut. pr. frig. 13. – 2) durchblasen, durchwehen, Luc. Hermot. 68.
Greek (Liddell-Scott)
διαφῡσάω: φυσῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, διασκορπίζω, μὴ… ὁ ἄνεμος αὐτὴν (τήν ψυχὴν) διαφυσᾷ Πλάτ. Φαίδωνι· 77D. - Παθ., αὐτόθι 80D, 84Β. ΙΙ. φυσῶ διὰ μέσου, Λουκ. Ἑρμοτ. 68· ἐκ τοῦ στόματος Πλούτ. 2. 950Β.