ἠλιβάτας
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
[βᾰ], ὁ,
A haunting the heights, τράγος Antiph.133.3, cf. Anaxil.12 (-βάτους codd.):—hence ἡλῐ-βᾰτέω, haunt the heights, Sch. Il.15.273.
Greek (Liddell-Scott)
ἠλιβάτας: -ου, ὁ, ἀναβαίνω εἰς ὑψηλὰ μέρη, τράγος Ἀντιφ. Κυκλ. 2. 3, πρβλ. Ἀναξίλ. Κιρκ. 1 (ἔνθα ἀντὶ δέλφακας ἠλιβάτους, πιθανῶς διορθωτέον -βάτας).