δίκραιρος
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
English (LSJ)
ον,
A two-horned, AP6.32 (Agath.). II forked, δίκραιρα . . κήτεος ὁλκαίη A.R.4.1613.
German (Pape)
[Seite 629] zweispaltig; ὁλκαίη Ap. Rh. 4, 1613; zweihörnig, Pan, Agath. 29 (VI, 32).
Greek (Liddell-Scott)
δίκραιρος: -ον, ὁ δύο ἔχων κέρατα, Ἀνθ. Π. 6. 32. ΙΙ. ὁ εἰς δύο ἐσχισμένος, ἴδε Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1613.