ἐπιλαμπρύνω
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
English (LSJ)
A make splendid, adorn, τὴν οἰκίαν, τὸν οἶκον, Phld.Piet.74, Plu. Lys.30; γένος τιμαῖς D.H.6.41. 2. of sound, make loud and clear, raise high, τὸν ἦχον Id.Comp.14; τὴν φωνήν, of frogs, Plu.2.912c.
German (Pape)
[Seite 956] glänzend, hell machen, schmücken, οἶκον, τράπεζαν, Plut. Lysand. 30 Cleom. 13; γένος τιμαῖς D. Hal. 6, 41. 9, 50; – τὴν φωνήν, die Stimme hell ertönen lassen, Plut. quaest. nat. 2; vgl. D. Hal. C. V. p. 166.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλαμπρύνω: κάμνω τι λαμπρόν, κοσμῶ, τὸν οἶκον Πλουτ. Λύσανδ. 30· γένος τιμαῖς Διον. Ἁλ. 6. 41: - ἐπὶ ἤχου, καθιστῶ αὐτὸν εὐκρινῆ καὶ σαφῆ, οὐκ ἐπιλαμπρυνόντων τῶν χειλέων τὸν ἦχον ὁ αὐτ. π. Συνθ. σ. 77. 9· ἐπὶ φωνῆς, καθιστῶ αὐτὴν ὀξεῖαν, οἱ βάτραχοι, προσδοκῶντες ὄμβρον, ἐπιλαμπρύνουσι τὴν φωνὴν ὑπὸ χαρᾶς Πλούτ. 2. 912C.