προσαπολαμβάνω
From LSJ
English (LSJ)
A catch, take up as well, Hp.Art.11. II receive besides, dub. in Jul.Or.7.228b.
Greek (Liddell-Scott)
προσαπολαμβάνω: ἀπολαμβάνω, λαμβάνω προσέτι, Ἰουλιαν. 228Β, Αἴσωπ., κλπ.· ― ἐν Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 788, διορθωτέον, προσεπιλ-.