πάρεσις

From LSJ
Revision as of 10:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρεσις Medium diacritics: πάρεσις Low diacritics: πάρεσις Capitals: ΠΑΡΕΣΙΣ
Transliteration A: páresis Transliteration B: paresis Transliteration C: paresis Beta Code: pa/resis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A letting go, dismissal, τινὸς ἐκ Συρακουσῶν Plu. Comp. Dion. Brut.2 ; release, D.H.7.37.    IIslackening of strength, paralysis, Hp.Epid.4.45 ; παραπληγίη π. ἁφῆς καὶ κινήσιος Aret.SD 1.7, cf. 2.5, Plu.2.652e.    2 metaph., ἡ ἀπὸ τῆς ὕλης π. Dam.Pr. 440.    IIIremission of debts, χρημάτων π. Phalar.Ep.81.1 ; of sins, Ep.Rom.3.25.    IV neglect, App.Reg. 13.

German (Pape)

[Seite 518] ἡ, das Vorbeilassen, Durchlassen, Hippocr. u. Sp., wie Plut.; auch das Entlassen, Dion et Brut. 2; Erschlaffung, Symp. 5, 5, 2; – τῶν άμαρτημάτων, Erlassen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

πάρεσις: ἡ, τὸ ἀφιέναι ἢ ἀπολύειν τινά, ἀπόλυσις, τινος ἐκ τόπου Πλουτ. Δίωνος καὶ Βρούτου Σύγκρισις 2. ΙΙ. χαλάρωσις δυνάμεως, παράλυσις, Ἱππ. 1136G, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Νούσ. 2, 12, π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11, πρβλ. Πλούτ. 2. 652D. ΙΙΙ. ἄφεσις χρεῶν, Φάλαρ. 114· ἐπὶ ἁμαρτιῶν, Ἐπιστ. π. Ρωμ. γ΄, 25. IV. ἀμέλεια καταφρόνησις, Ἀππιαν. παρὰ Σουΐδ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 509.