ὄλυνθος

From LSJ
Revision as of 10:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄλυνθος Medium diacritics: ὄλυνθος Low diacritics: όλυνθος Capitals: ΟΛΥΝΘΟΣ
Transliteration A: ólynthos Transliteration B: olynthos Transliteration C: olynthos Beta Code: o)/lunqos

English (LSJ)

   A v. ὄλονθος.

German (Pape)

[Seite 328] ὁ, eine Feige, die den Winter über hinter dem Blatte nachwächst und selten reif wird; Hes. frg. 14; Her. 1, 193; Theophr. u. Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὄλυνθος: ὁ, σῦκον ὅπερ ἐκφύεται κατὰ τὸν χειμῶνα ὑπὸ τὰ φύλλα, ἀλλ’ ὡς τὸ πρώϊμον σῦκον τοῦ ἔαρος σπανίως ὡριμάζει, Λατ. grossus, Ἡσ. Ἀποσπ. 14, Ἡρόδ. 1. 193, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 8 ὄλ. οἱ χειμερινοὶ Ἱππ. 574. 23, κτλ. (Συνεχῶς φέρεται ὄλονθος ἐν τῷ Ἑνετ. Κώδ. τοῦ Ἀθην.).