ὄλυνθος
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
A v. ὄλονθος.
German (Pape)
[Seite 328] ὁ, eine Feige, die den Winter über hinter dem Blatte nachwächst und selten reif wird; Hes. frg. 14; Her. 1, 193; Theophr. u. Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὄλυνθος: ὁ, σῦκον ὅπερ ἐκφύεται κατὰ τὸν χειμῶνα ὑπὸ τὰ φύλλα, ἀλλ’ ὡς τὸ πρώϊμον σῦκον τοῦ ἔαρος σπανίως ὡριμάζει, Λατ. grossus, Ἡσ. Ἀποσπ. 14, Ἡρόδ. 1. 193, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 8 ὄλ. οἱ χειμερινοὶ Ἱππ. 574. 23, κτλ. (Συνεχῶς φέρεται ὄλονθος ἐν τῷ Ἑνετ. Κώδ. τοῦ Ἀθην.).