ἑτεροδοξία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A a taking one thing for another, error of opinion, Pl.Tht.193d. 2 difference of opinion, Ph.Fr.72 H. (pl.).
German (Pape)
[Seite 1048] ἡ, verschiedene, bes. irrige Meinung, Plat. Theaet. 193 d u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροδοξία: ἡ, τὸ ὑπολαμβάνειν ἓν πρᾶγμα ἀντὶ ἑτέρου, πλάνη γνώμης (πρβλ. ἀλλοδοξία), Πλάτ. Θεαίτ. 193D. ― Παρὰ τοῖς Ἐκκλ. τὸ νὰ εἶναί τις ἑτερόδοξος, αἱρετικός, Ἰγνάτ. 669Α, Εὐσέβ. 2.708Β, Ἀθαν. 1. 469C, 549B, Ἐπιφάν. Ι. 173Α, 180C.