προαμύνομαι
πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream
English (LSJ)
[ῡ], Med.,
A take retaliatory measures beforehand, Th. 3.12. 2 c. acc., take such measures against, τὸν ἐχθρὸν οὐχ ὧν δρᾷ μόνον, ἀλλὰ καὶ τῆς διανοίας προαμύνεσθαι χρή not for his acts only, but for his intention also, Id.6.38.
German (Pape)
[Seite 706] im voraus abwehren, absol. sich im voraus hüten; προαμύνασθαι, Thuc. 3, 12; von Etwas, τινός, 6, 38.
Greek (Liddell-Scott)
προᾰμύνομαι: [ῡ], μεσ., ὑπερασπίζω ἐμαυτὸν ἢ λαμβάνω ἐκ τῶν προτέρων μέτρα πρὸς ἄμυναν, Θουκ. 3. 12. 2) μετ’ αἰτ., λαμβάνω τοιαῦτα μέτρα ἐναντίον τινός, ἀποκρούω ἐκ τῶν προτέρων, τὸν ἐχθρὸν οὐχ ὧν δρᾷ μόνον, ἀλλὰ καὶ τῆς διανοίας, οὐχὶ μόνον δι’ ὅσα πράττει, ἀλλὰ καὶ δι’ ὅσα προτίθεται νὰ πράξῃ, ὁ αὐτ. 6. 38.