προκινδυνεύω

From LSJ
Revision as of 10:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκινδῡνεύω Medium diacritics: προκινδυνεύω Low diacritics: προκινδυνεύω Capitals: ΠΡΟΚΙΝΔΥΝΕΥΩ
Transliteration A: prokindyneúō Transliteration B: prokindyneuō Transliteration C: prokindyneyo Beta Code: prokinduneu/w

English (LSJ)

pf.

   A -κεκινδύνευκα IG9(2).531.5 (Larissa):—run risk before others, brave the first danger, bear the brunt of battle, Th.7.56, D.18.208; π. στρατευόμενοι Id.2.24: c. gen., π. τοῦ πλήθους brave danger for the people, And.4.1, cf. X.Hier.10.8; π. τῷ βαρβάρῳ (sc. τῆς Ἑλλάδος) braved him for Greece (or, first of all), Th.1.73; π. ὑπέρ τινος X.An.7.3.31, Hyp.Dem.Fr.3; ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος Isoc.4.75; ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας Lys.18.27; περὶ τῆς ἐλευθερίας Plb.9.38.4: c. dat. modi, π. τοῖς μεγίστοις ἀγῶσιν Plu.Pel.19; π. τοῖς Ἴβηρσι open the engagement with them, Plb.3.113.9.

German (Pape)

[Seite 730] sich voran, voraus wagen, sich in einen Kampf wagen, absolut, Thuc. 7, 56 Isocr. 4, 99 Dem. u. A., wie Pol. 3, 95, 6 u. sonst; auch die in der ersten Schlachtreihe stehen, 1, 19, 9, – gew. τινός, für Einen, zu seiner Vertheidigung sich in Gefahr, in den Kampf begeben, τῆς Ἑλλάδος τῷ βαρβάρῳ, Thuc. 1, 73; Andoc. 4, 1 u. Sp., wie Luc. Tyrann. 18 u. öfter; ὑπέρ τινος, Lys. 18, 27; Isocr. 4, 62. 142; Pol. 9, 38, 4.

Greek (Liddell-Scott)

προκινδῡνεύω: διακινδυνεύω πρὸ ἄλλων, ἀγωνίζομαι ὡς πρόμαχος, τολμῶ, διακινδυνεύω, Θουκ. 7. 56, Δημ. 297. 11, πρ. στρατευόμενος ὁ αὐτ. 25. 6· ― μετὰ γεν., πρ. τοῦ πλήθους, ὑπομένω κίνδυνον ὑπὲρ τοῦ πλήθους, Ἀνδοκ. 29. 4, πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 10. 8· πρ. τῷ βαρβάρῳ (ἐξυπακ. τῆς Ἑλλάδος), κατὰ τοῦ βαρβάρου ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος, Θουκ. 1. 73· οὕτω, πρ. ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀν. 7. 3, 31, Ὑπερείδ. Ι, 7, 21, Blass· ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος Ἰσοκρ. 56Α· ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας Λυσ. 151. 38· περὶ τῆς ἐλευθερίας Πολύβ. 9. 38, 4· ― μετὰ δοτ. τρόπου, π. τοῖς μεγίστοις ἀγῶσιν Πλουτ. Πελοπ. 19· προκινδυνεύω τοῖς Ἴβηρσι, μάχομαι πρῶτον κατὰ τῶν Ἰβήρων, Πολύβ. 3. 113, 9.