κυβισμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, prop.
A cubing: making into a solid, Theol.Ar.36.
German (Pape)
[Seite 1523] ὁ, das Erheben einer Zahl in den Kubus, Theolog. arithm.
Greek (Liddell-Scott)
κυβισμός: ὁ, ἡ ἀνύψωσις ἀριθμοῦ εἰς κύβον, τριτοβάθμιον δύναμιν, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 36. 21.