ἐνωμοτάρχης
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ου, ὁ,
A leader of an ἐνωμοτία (q. v.), Th.5.66 codd., X.Lac.11.4, Ascl.Tact.2.2:—also ἐνωμότ-αρχος, X.An.3.4.21 (v.l.), Arr. Tact.6.2.
German (Pape)
[Seite 860] ὁ, = Folgdm; Thuc. 5, 66 Xen. An. 3, 4, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνωμοτάρχης: -ου, ὁ ἀρχηγὸς ἐνωμοτίας (ἴδε τὴν λέξιν), Θουκ. 5. 66, Ξεν. Λακ. 11, 4· ὡσαύτως ἐνωμόταρχος, ὁ αὐτ. Ἀν. 3. 4, 21 (μετὰ δι. γραφ.).