ἑκατοστός

From LSJ
Revision as of 10:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτοστός Medium diacritics: ἑκατοστός Low diacritics: εκατοστός Capitals: ΕΚΑΤΟΣΤΟΣ
Transliteration A: hekatostós Transliteration B: hekatostos Transliteration C: ekatostos Beta Code: e(katosto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A hundredth, Hdt.1.47, etc. ; ἐπ' ἑκατοστὰ ἐκφέρειν to bear a hundredfold, Id.4.198.    II ἑκατοστή, ἡ, tax of one per cent., Ar.V.658, X.Ath.1.17, PGnom.85, etc. ; ἐκ τῶν χρημάτων ἑ. IG2.721 Ai12 : also, = τόκοι ἑκατοστιαῖοι, Plu.Luc.20.

German (Pape)

[Seite 753] ή, όν, der Hundertste, Her. 1, 47 u. Folgende; ἡ ἑκ., der hundertste Theil, Ar. Vesp. 658; Xen. Ath. 1, 17; bes. als Zins, Plut. Luc. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτοστός: -ή, -όν, ἀριθμ. τακτ. τοῦ ἑκατόν, ὁ μετὰ 99 ἄλλους ἀριθμούμενος, Λατ. centesimus, ἀπὸ ταύτης.... ἑκατοστῇ ἡμέρῃ Ἡρόδ. 1. 47, κτλ.· ἐπ’ ἑκατοστά, ἑκατονταπλασίονα, Ἡρόδ. 4. 198. ΙΙ. ἑκατοστή, ἡ, τὸ ἑκατοστὸν μέρος, φόρος, τέλος, κἄξω τούτου τὰ τέλη χωρὶς καὶ τὰς πολλὰς ἑκατοστάς, «δραχμὰς ὑπὲρ τοῦ τέλους χορηγουμένας ἀπὸ τῶν πόλεων» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 658, Ξεν. Ἀθ. 1. 17· - ὡσαύτως = τόκοι ἑκατοστιαῖοι, Πλουτ. Λούκουλλ. 20.