ἀμπελῖτις
From LSJ
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A of or for vines, ἀ. γῆ vine-land, OGI90.15 (Rosetta), cf. Mélanges Holleaux 105. II ἀ. γῆ, a bituminous earth (cf. Plin.HN35.194) used to cure φθειρίασις in vines, Posidon.64; as a cosmetic, Dsc.5.160.
German (Pape)
[Seite 128] γῆ, Erde zum Belegen der Weinstöcke, Diosc.; Strab. VII, 316.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελῖτις: -ιδος, ἡ, ἀμπ. γῆ, γῆ ἀμπελοφόρος, Λίθος Ροζέτας ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4696. 15: ἀλλά, ΙΙ. παρὰ Στράβ. 316, ἡ ἀμπ. γῆ, εἶναι ἀσφαλτῶδες χῶμα χρησιμεῦον πρὸς θεραπείαν τῆς φθειριάσεως τῆς ἀμπέλου.