γεηρός
From LSJ
English (LSJ)
όν, (γέα)
A of earth, earthy, Arist.GA743a12, etc.; γ. καὶ πετρώδη Pl.R.612a, cf. Hp.Aër.7; τὸ γ., opp. τὸ οὐράνιον, Them.Or. 32.359a.
German (Pape)
[Seite 478] erdig, Plat. Rep. X, 612 a; Arist. gen. an. 2, 6; respir. 17 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γεηρός: ά, όν (γέα) ἐκ τῆς γῆς, γήϊνος, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 2. 6, 55, κτλ.· γ. καὶ πετρώδη Πλάτ. Πολ. 612Α, πρβλ. Ἱππ. Ἀέρ. 284.