ἀνασηκόω

From LSJ
Revision as of 10:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασηκόω Medium diacritics: ἀνασηκόω Low diacritics: ανασηκόω Capitals: ΑΝΑΣΗΚΟΩ
Transliteration A: anasēkóō Transliteration B: anasēkoō Transliteration C: anasikoo Beta Code: a)nashko/w

English (LSJ)

   A make up what is wanting by adding weight, compensate for, τὴν μεταβολήν Hp.Acut.29, cf. Ar.Fr.743; αἱ γενέσεις ἀ. τὰς φθοράς Arist. ap. Stob.1.34.2 (where in Mu.397b3 codd. give ἐπαναστέλλουσι).

German (Pape)

[Seite 207] durch ein zugesetztes Gewicht das Fehlende ersetzen, oder die Wirkungverändern, Hippocr., B. A. ἀντιθεῖναι καὶ ἀντιστῆσαι, auch ἀνταποδοῦναι, Suid., der Ar. citirt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασηκόω: ἀναπληρῶ τὸ ἐλλεῖπον διὰ τῆς προσθήκης βάρους, ἀποζημιῶ, ὡς τὸ ἀντισηκόω, Λατ. rependere, τὴν μεταβολὴν Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 388. πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 583· αἱ γενέσεις ἀνασηκοῦσι τὰς φθορὰς Ἀριστ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 696. Ἴδε Ἀριστ. περὶ Κόσμου 5. 13, ἔνθα τὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἐπαναστέλλουσιν.