ἀνασηκόω

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασηκόω Medium diacritics: ἀνασηκόω Low diacritics: ανασηκόω Capitals: ΑΝΑΣΗΚΟΩ
Transliteration A: anasēkóō Transliteration B: anasēkoō Transliteration C: anasikoo Beta Code: a)nashko/w

English (LSJ)

make up what is wanting by adding weight, compensate for, τὴν μεταβολήν Hp.Acut.29, cf. Ar.Fr.743; αἱ γενέσεις ἀ. τὰς φθοράς Arist. ap. Stob.1.34.2 (where in Mu.397b3 codd. give ἐπαναστέλλουσι).

Spanish (DGE)

1 compensar τὴν μεταβολήν Hp.Acut.29, αἱ μὲν γενέσεις ἀνασηκοῦσι τὰς φθοράς l. de Stob.1.40 (p.272) a Arist.Mu.397b3, cf. Ar.Fr.743, D.C.50.3.1.
2 en v. med. encogerse ὦμοι παλλόμενοι καὶ ἀνασηκούμενοι Gr.Naz.M.35.692B.

German (Pape)

[Seite 207] durch ein zugesetztes Gewicht das Fehlende ersetzen, oder die Wirkungverändern, Hippocr., B. A. ἀντιθεῖναι καὶ ἀντιστῆσαι, auch ἀνταποδοῦναι, Suid., der Ar. citirt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασηκόω: ἀναπληρῶ τὸ ἐλλεῖπον διὰ τῆς προσθήκης βάρους, ἀποζημιῶ, ὡς τὸ ἀντισηκόω, Λατ. rependere, τὴν μεταβολὴν Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 388. πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 583· αἱ γενέσεις ἀνασηκοῦσι τὰς φθορὰς Ἀριστ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 696. Ἴδε Ἀριστ. περὶ Κόσμου 5. 13, ἔνθα τὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἐπαναστέλλουσιν.