στελίς
From LSJ
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A mistletoe, Viscum album, Thphr.CP2.17.1; acc. stelin Plin.HN16.245: pl., prob. in BGU1120.17 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 934] ἡ, auch ἀστυλίς, eine Schmarotzerpflanze, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
στελίς: -ίδος, ἡ, παράσιτόν τι φυτόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 17, 1· αἰτ. stelin παρὰ Πλίν. 15. 93, Ἡσύχ.