ὀφφικιάλιος
From LSJ
ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)
ὀφφικιάλιος: ὁ, Λατιν. officialis, ἀξιωματικός, Εὐσέβ. ΙΙ, 833Α, Βασίλ. IV, 713Α, Μακάρ. 833D, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 10, 6., 460, 16., 776, 17.