γειτονεύω
From LSJ
English (LSJ)
= sq., c. dat., X.
A l ect.1.8, Str. 3.3.8, al.: abs., Id.4.6.8, al., Phld.Ir.p.48 W., etc.:—Med., τὸ ἄλλοἥμισυ τοῦ σώματος γειτονεύεται ταύτῃ τῇ ἴξει Hp.Fract.18.
German (Pape)
[Seite 478] = γειτνιάω, Xen. vect. 1, 8; Strab. u. Sp.; auch med., Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
γειτονεύω: τῷ προηγ., Ξεν. Πόρ. 1, 8, Στράβ., κτλ.· ἐν μέσ. τύπῳ, γειτονεύεσθαί τινι Ἱππ. Ἀγμ. 764.