μεραρχία
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
ἡ,
A command of a μεράρχης, Ascl.l.c., Arr.l.c.
German (Pape)
[Seite 134] ὴ, Amt u. Würde des Vorigen, Arr.
Greek (Liddell-Scott)
μεραρχία: ἡ, δύο χιλιαρχίαι, δηλ. 2048 ἄνδρες, Αἰλιαν. Τακτ. 9, 7, κλ.