τυμπανικός
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
Full diacritics: τυμπᾰνικός | Medium diacritics: τυμπανικός | Low diacritics: τυμπανικός | Capitals: ΤΥΜΠΑΝΙΚΟΣ |
Transliteration A: tympanikós | Transliteration B: tympanikos | Transliteration C: tympanikos | Beta Code: tumpaniko/s |
ή, όν,
A suffering from τυμπανίας ὕδρωψ, Alex.Trall. 10.
τυμπᾰνικός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ τυμπανίου ὕδρωπος, Ἀλέξ. Τραλλ. 9. 522.