κάνιστρον
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
τό,
A v. κάναστρον:—also κάνιτρον, = κανίσκιον, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 1321] τό, = κάναστρον, τυροῦ, im Liede bei Ath. VIII, 360 c.
Greek (Liddell-Scott)
κάνιστρον: τό, ἰδὲ κάναστρον.