προσαπόλλυμι

From LSJ
Revision as of 10:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαπόλλῡμι Medium diacritics: προσαπόλλυμι Low diacritics: προσαπόλλυμι Capitals: ΠΡΟΣΑΠΟΛΛΥΜΙ
Transliteration A: prosapóllymi Transliteration B: prosapollymi Transliteration C: prosapollymi Beta Code: prosapo/llumi

English (LSJ)

(also

   A προσαπολλύω Hdt.1.207), destroy besides, κἀκεῖνον Id.2.121.β; προσαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας Id.6.138, cf. E.Hipp.1374 (lyr.):—Med. and Pass., perish besides or with others, ἵνα μὴ προσαπόλωνται Hdt.6.100; τοὺς φίλους προσαπολωλέναι Lys.12.64; ἐλεοῖντ' ἂν δικαιότερον ἢ προσαπολλύοιντο D.57.45.    II lose besides, τὴν ἀρχήν Hdt.1.207, cf. 9.23, Ar.Nu.1256; τὰ ἀρχαῖα π. πρὸς οἷς ἐκτήσαντο Pl.Grg.519a.

German (Pape)

[Seite 751] (s. ὄλλυμι), noch dazu verderben, vernichten, zerstören, tödten, προσαπ όλλυτέ με, Eur. Hipp. 1374; Her. 1, 207, προσαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας, 6, 138; Plat. ὅταν καὶ τὰ ἀρχαῖα προσαπολλύωσι πρὸς οἷς ἐκτήσαντο, Gorg. 519 a; Folgde; προσαπολέσαι Pol. 1, 74, 3. – Pass. noch dazu, zugleich umkommen; Her. 6, 100; προσαπόλωλα Lys. in Eratosth. 14; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

προσαπόλλῡμι: καὶ -ύω, ἀπόλλυμι, καταστρέφω προσέτι, τινα Ἡρόδ. 2. 121, 2· προσαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας ὁ αὐτ. 138, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1374. ― Μέσ. καὶ παθ., καταστρέφομαι προσέτι ἢ μετ’ ἄλλων, ἵνα μὴ προσαπόλλωνται Ἡρόδ. 6. 100· τοὺς φίλους προσαπολωλέναι Λυσί. 126. 5· ἐλοῖντ’ ἂν δικαιότερον ἢ προσαπολλύοιντο Δημ. 1313. 4. ΙΙ. χάνω προσέτι, τὴν ἀρχὴν Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 9. 23· τὰ ἀρχαῖα πρ. πρὸς οἷς ἐκτήσαντο Πλάτ. Γοργ. 519Α, ἴδε προσαποβάλλω.