προμοιχεύω
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
A procure a woman by adultery, Ποππαίαν Νέρωνι Plu. Galb.19.
German (Pape)
[Seite 735] eine Frau vorher zum Ehebruch verführen, Luc. Gall. 19.
Greek (Liddell-Scott)
προμοιχεύω: μοιχεύω γυναῖκα πρὸ ἄλλου, τὴν Ποππαίαν προμοιχεύσας τῷ Νέρωνι, χάριν τοῦ Νέρωνος, ὅπως καὶ αὐτὸς μοιχεύσῃ αὐτὴν κατόπιν, Πλουτ. Γάλβ. 19.