εἰσεμπορεύομαι
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
English (LSJ)
Pass.,
A enter a country as a trader, εἰς τὴν χώραν IG12.57.20: expld. by τὸ εἰς πολεμίους ἐμπορίας χάριν ἀπιέναι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 742] in Handelsgeschäften reisen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσεμπορεύομαι: εἰσάγω ἐμπορεύματα, CIA. Ι. 40, 20· κατὰ δὲ Ἡσύχ. «εἰσεμπορεύεσθαι· τὸ εἰς πολέμους ἐμπορίας χάριν ἀπιέναι».