καταιθαλόω

From LSJ
Revision as of 10:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταιθᾰλόω Medium diacritics: καταιθαλόω Low diacritics: καταιθαλόω Capitals: ΚΑΤΑΙΘΑΛΟΩ
Transliteration A: kataithalóō Transliteration B: kataithaloō Transliteration C: kataithaloo Beta Code: kataiqalo/w

English (LSJ)

   A burn to ashes, δόμους . . καταιθαλώσω A.Fr.160; ὃν Ζεὺς κεραυνῷ πυρπόλῳ καταιθαλοῖ E.Supp.640; Μίμαντα πυρί Id.Ion 215 (lyr.); σῶμα καὶ δόμων περιπτυχὰς κ. Ar.Av.1242, cf. 1248; γαῖαν Lyc.1376: metaph., of love, καταιθαλώσεις τῶν νεωτέρων τινά Ar. Av.1261:—Pass., [Τροίας] πυρὶ κατῃθαλωμένης E.Tr.60; ὑπ' ἀσβόλου κατῃθαλωμένος all burnt and sooty, Luc.DDeor.5.4, cf. Artem.2.10; ἱερῶν-ουμένων Hp.Ep.27.

German (Pape)

[Seite 1350] ganz zu Ruß, zu Asche brennen; δόμους Aesch. frg. 148; Ar. Av. 1242. 1248; übertr., entflammen, 1261; ὃν Ζεὺς κεραυνῷ πυρπόλῳ καταιθαλοῖ Eur. Suppl. 640; Ion 215; πόλεως πυρὶ κατῃθαλωμένης Troad. 60; γαῖαν Lycophr. 1376; in Prosa, Luc. D. D. 5, 4 ὑπὸ τῆς ἀσβόλου κατῃθαλωμένος, mit Ruß geschwärzt; Artemid. 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

καταιθᾰλόω: κατακαίω, μεταβάλλω εἰς αἰθάλην, δόμους… καταιθαλώσω Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 157· ὃν Ζεὺς κεραυνῷ πυρπόλῳ καταιθαλοῖ Εὐρ. Ἱκέτ. 640· σῶμα καὶ δόμων περιπτυχὰς κ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1242, πρβλ. 1248· μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, καταιθαλώσεις τῶν νεωτέρων τινὰ αὐτόθι 1261.― Παθητ., Τροίας πυρὶ κατῃθαλωμένης Εὐρ. Τρῳ. 60· ὑπ’ ἀσβόλου κατῃθαλωμένος, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 5. 4.