ἀπαθανατίζω
English (LSJ)
A aim at immortality, Pl.Chrm.156d, v.l. in Arist. EN1177b33. II trans., deify, D.S.2.20, Vett.Val.150.17; ἑαυτόν Inscr. ap. Str.15.1.73; ἀ. τὴν ψυχήν represent it as immortal, Ascl. in Metaph.90.26; make perpetual, θεὸς ἀ. τὰ γένη Ph.1.9; διὰ τοῦ πυρὸς ἀ. τοῖς θεοῖς τὰς τιμάς Porph.Abst.2.5:—Pass., become immortal, earn immortality, ψυχαὶ ἀπαθανατιζόμεναι, opp. φθαρτὰ σώματα, Ph.1.427; become a god, D.C.45.7.
German (Pape)
[Seite 274] unsterblich machen, unter die Götter versetzen, Plat. Charm. 156 d u. Sp.; Arist. eth. 10, 7 setzt ἀνθρώπινα φρονεῖν entgegen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰθᾰνᾰτίζω: κλίνω πρὸς τὸ ἀθάνατον, κλίνω πρὸς τὸ θεῖον, προσπαθῶ νὰ παρομοιάσω πρὸς τὸ θεῖον, χρὴ δὲ οὐ κατὰ τοὺς παραινοῦντας, ἀνθρώπινα φρονεῖν, ἄνθρωπον ὄντα, οὐδὲ θνητὰ τὸν θνητόν· ἀλλ’ ἐφ’ ὅσον ἐνδέχεται ἀπαθανατίζειν καὶ ἅπαντα ποιεῖν πρὸς τὸ ζῆν κατὰ τὸ κράτιστον τῶν ἐν αὐτῷ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 7, 8, Πλάτ. Χαρμ. 156D, ἔνθα ἴδε Heind. ΙΙ. μεταβ., ἀνάγω τινὰ εἰς θεούς, ἀποθεῶ αὐτόν, Διόδ. 2. 20· ἀπ. τὴν ψυχήν, παριστῶ αὐτὴν ὡς ἀθάνατον, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. 576. 38 Brandis: - Παθ., καθίσταμαι, ἀθάνατος, κερδαίνω τὴν ἀθανασίαν, ψυχαὶ ἀπαθανατιζόμεναι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ φθαρτὰ σώματα, Φίλων 1. 427: γίνομαι θεός, Δίων Κ. 45. 7· τὸ ὄνομά μου καθίσταται ἀθάνατον, τοὺς διὰ τῶν ποιημάτων ἀπαθανατιζομένους τῇ δόξῃ Διόδ. 4. 7 ἐν τέλει.